ιλλωπίζω

ιλλωπίζω
ἰλλωπίζω (Α)
ιλλίζω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + -ωπίζω (< -ωψ < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. καλλ-ωπίζω, μυ-ωπίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιλλωπώ — ἰλλωπῶ, έω (Α) ιλλωπίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + ωπῶ (< ωπος < ωψ < *ὤψ, *ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αμβλυ ωπώ, οξυ ωπώ] …   Dictionary of Greek

  • ιλλώπτω — ἰλλώπτω (Α)·. ιλλωπίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + ώπτω (πρβλ. ηρ ώπτω, σκ ώπτω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”